ναοφόρος

ναοφόρος
ναοφόρος, ον (ναός, φέρω; hapax leg.) pert. to bearing the image of a temple or shrine (s. ναός a), subst. temple-bearer or shrine-bearer w. other compounds of-φόρος IEph 9:2. Evidently the writer has a polytheistic relig. procession in mind.—DELG s.v. φέρω D 2 p. 1190.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ναοφόρος — ναοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ναό μέσα του ή αυτός που είναι ο ίδιος ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”